- μποτίνι
- το(λ. γαλλ.), είδος παπουτσιού, χαμηλή μπότα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μποτίνι — το είδος υποδήματος, χαμηλή μπότα που καλύπτει τους αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bottine < botte (βλ. λ. μπότα)] … Dictionary of Greek
στιβάλι — και στιβάνι, το, Ν είδος υποδήματος που περιβάλλει την κνήμη ή μέρος της, μπότα, μποτίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. stival, ενώ ο τ. στιβάνι < στιβάλι κατά τα μποτίνι, σκαρπίνι, τακούνι] … Dictionary of Greek
μποτάκι — το χαμηλή μπότα, μποτίνι, που καλύπτει το πόδι ώς ή λίγο πάνω από τους αστραγάλους … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek